2020-06-23
Το δάσος μπορεί να λειτουργεί ως ένα σύνολο, αλλά στην πραγματικότητα αποτελείται από πολλούς οργανισμούς και μικροοργανισμούς ζώων και φυτών. Μεταξύ τους αναπτύσσονται σύνθετες σχέσεις συμβίωσης και ανταγωνισμού. Όταν ένα είδος όμως είναι αδύναμο, τότε ένα άλλο είδος βρίσκει χώρο και εξαπλώνεται, μέχρι να το σταματήσει ένα τρίτο είδος που επίσης βρίσκει επιπλέον διαθέσιμους πόρους. Αυτή η περιστασιακή εξάπλωση ενός είδους λέγεται «πληθυσμιακή έκρηξη» και είναι επαναλαμβανόμενο φυσικό φαινόμενο, δηλαδή συχνά το ίδιο είδος εμφανίζει ανά συγκεκριμένα χρόνια πληθυσμιακή έξαρση. Με την κλιματική αλλαγή που είναι όλο και πιο έντονη, οι τοπικές συνθήκες αλλάζουν συλλήβδην και οι πληθυσμιακές εκρήξεις είναι συχνότερες.
Αυτή η μικρή ιστορία είναι και η ιστορία που συμβαίνει σήμερα με το σκαθάρι Tomicus piniperda. Το σκαθάρι αυτό είναι παλιός και κοινός κάτοικος του Σέιχ Σου. Προτιμά την Τραχεία πεύκη και αποθέτει τα αυγά του ακριβώς κάτω από το φλοιό για να τραφούν οι προνύμφες με το μόνο ζωντανό μέρος του κορμού, κάτι που αποκόπτει την κυκλοφορία νερού και θρεπτικών στοιχείων μεταξύ των βελονών και των ριζών. Τρυπώνει πιο εύκολα σε γερασμένα, παρά σε νεαρά και ακμαία δέντρα. Στο τέλος, απομυζεί το δέντρο και αυτό νεκρώνεται. Με γυμνό μάτι, εμφανής είναι μόνο η ξήρανση κλαδιών και κορμών, άρα είναι δε μπορείς να γνωρίζεις εκ των προτέρων που έχει εισβάλει το σκαθάρι, παρά μόνο όταν το δέντρο αρχίζει και ξηραίνεται. Αυτό το σημείο όμως είναι πρακτικά μη αναστρέψιμο για το δέντρο, το οποίο θα ξεραθεί ολοκληρωτικά και θα πρέπει να υλοτομηθεί και να απομακρυνθεί από το δάσος. Το σκαθάρι δεν προτιμά τα λεπτά κλαδιά και τα φύλλα (υπολείμματα υλοτομίας), οπότε αυτά δεν αποτελούν εστία προσβολής για ένα επόμενο δέντρο.
Στο Σέιχ Σου, το σκαθάρι έχει πρόσφορο έδαφος στις θέσεις που είναι πιο ώριμο και ξηρό το δάσος και ειδικά στις θέσεις που δεν είχαν καεί με τη μεγάλη πυρκαγιά το 1997. Επίσης, προσβάλλει και θέσεις που δεν έχουν γίνει καθόλου καλλιέργεια του δάσους (υλοτομίες) για δεκαετίες, οπότε τα δέντρα αναπτύσσονται πολύ κοντά το ένα στο άλλο, δημιουργώντας συνθήκες έλλειψης φωτός, νερού και θρεπτικών συστατικών (κατάσταση στρες). Επομένως, σε κάθε περίπτωση τα δέντρα είναι ασθενικά και συχνά γερασμένα.
Ωστόσο, επειδή στη φύση δεν υπάρχει κενό, η ξήρανση των ασθενέστερων δημιουργεί ζωτικό χώρο για την επιβίωση πιο υγειών δέντρων, αλλά και για την ανάπτυξη νέων. Με την απομάκρυνση των νεκρών πεύκων, δημιουργούνται μικρά φωτεινά διάκενα στο δάσος που αν δεν χρησιμοποιηθούν από τα δέντρα που αντέχουν, «καταλαμβάνονται» από πλατύφυλλα είδη που αγαπούν το φως, όπως είναι το πουρνάρι (είδος δρυός), ο γάβρος και το πλατάνι. Μπορεί λοιπόν προσωρινά, με την πληθυσμιακή έκρηξη του φλοιοφάγου, να χάνονται κάποια πεύκα, αλλά το δάσος αναγεννάται με φυσικό αυτή τη φορά τρόπο πιο ανθεκτικό τόσο απέναντι στην κλιματική αλλαγή, όσο και στις δασικές πυρκαγιές. Αρνητικό είναι το γεγονός ότι η καλλιέργεια του δάσους δε γίνεται οργανωμένα, όπως επιβάλλει η επιστήμη της δασοκομίας, αλλά περιστασιακά (όπου εισβάλλει το σκαθάρι), με μεγάλη πίεση χρόνου και σε ακατάλληλη εποχή. Αυτά μπορεί να δημιουργήσουν στρες στα δέντρα (πχ. απότομη έκθεση στο φως, αλλαγή τοπικών υδρολογικών συνθηκών, νέοι ανταγωνισμοί ειδών, κλπ). Γενικά όμως, μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα το δάσος διατηρείται πιο ανθεκτικό και με υψηλότερη ποικιλότητα.
Στην έξαρση, υπάρχει η επιλογή να αφεθεί το δάσος να λειτουργήσει μόνο του και να αυτορυθμιστεί, αλλά αυτή η επιλογή είναι χρονοβόρα και δεν είναι σίγουρο που ακριβώς θα ισορροπήσει το σύστημα. Είναι λογικό, λοιπόν, να επιλεχθεί η καλλιέργεια του δάσους ως λύση και μάλιστα με το χαρακτήρα των έκτακτων καρπώσεων (δηλαδή υλοτομία και απομάκρυνση των νεκρών δέντρων).
Έτσι, το 2019 μετά από ανοικτή πρόσκληση οι Δασικοί Συνεταιρισμοί (συνεταιρισμοί υλοτόμων) που ενδιαφέρθηκαν και ήταν διαθέσιμοι, ανέλαβαν την απομάκρυνση των νεκρών πεύκων. Αυτή είναι μια πάγια θεσμοθετημένη τακτική στην Ελληνική Δασοπονία: το δάσος βγαίνει σε ετήσιο πλειστηριασμό, μισθώνεται από έναν ή περισσότερους Δασικούς Συνεταιρισμούς, το ξύλο υλοτομείται και στοιβάζεται σε κορμοπλατείες ή στο δασόδρομο (οι γνωστές ντάνες με τα καυσόξυλα στο δάσος) μέχρι να παραληφθεί από εκεί από τους εμπόρους ξυλείας. Οι έμποροι δεν παραλαμβάνουν το ξύλο καθημερινά ή εβδομαδιαία, αλλά όταν συγκεντρώνεται ικανοποιητική ποσότητα ξύλου. Οπότε δεν είναι περίεργο να βλέπουμε στοιβαγμένα καυσόξυλα πλευρικά των δασικών δρόμων. Τα υπολείμματα των υλοτομιών θρυμματίζονται σε πάρα πολύ λεπτά κομμάτια και διαμοιράζονται στο δάσος ώστε να το εφοδιάσουν με θρεπτικά συστατικά.
Να σημειωθεί ότι για λόγους ασφαλείας δεν είναι δυνατόν να εργάζονται ταυτόχρονα πολλοί υλοτόμοι (πχ. όπως εργάζονται δεκάδες ή εκατοντάδες εργάτες σε ένα οποιοδήποτε εργοτάξιο), αλλά ο αριθμός τους είναι περιορισμένος. Οι υλοτόμοι εργάζονται πάντα σε μικρές ομάδες και η κάθε ομάδα είναι σε μεγάλη απόσταση από την επόμενη. Οι βοηθοί τους είναι τα μουλάρια, τα οποία φροντίζουν και περιποιούνται επιμελώς.
Πρόσφατα (13/05/2020), η Αποκεντρωμένη Διοίκηση Μακεδονίας-Θράκης εξέδωσε ανακοίνωση, στην οποία αναφέρονται αναλυτικά ο απολογισμός και ο σχεδιασμός των υλοτομιών, ο απολογισμός για τις πιστώσεις που έλαβε το Σέιχ Σου από το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας, αλλά και τα θέματα που ανέκυψαν. Το πιο σημαντικό θέμα είναι η απομάκρυνση των υπολειμμάτων υλοτομιών κατά τη θερινή περίοδο για να περιοριστεί ο κίνδυνος δασικής πυρκαγιάς. Στη συνέχεια, στις 22 Μαΐου 2020 η Αποκεντρωμένη Διοίκηση Μακεδονίας Θράκης διοργάνωσε τηλεδιάσκεψη με την Περιφέρεια Κ. Μακεδονίας και τους όμορους Δήμους με το δάσος, προκειμένου να επιλυθεί το θέμα του θρυμματισμού των υπολειμμάτων. Στη συνάντηση φαίνεται ότι βρέθηκαν λύσεις.