Αττική, αυθαίρετα, δόμηση

2000-04-29

Tα εξοχικά της Aττικής

Γιάννης Σχίζας

Print

Δημοσιεύτηκε στο τεύχος #β18 (Απρίλιος 2000)







εξοχική κατοικία
Εξοχικό δίπλα στη θάλασσα

«ΝΟΜΑΔΕΣ ΑΝΑΨΥΧΗΣ»


Στη Νεολιθική περίοδο, οι πρώϊμοι εποικιστές της Αττικής, χρησιμοποιούν περισσότερες από μία εναλλακτικές θέσεις για κατοικία, λόγω της περιορισμένης και εποχιακά διαφορετικής γονιμότητας των εδαφών1. Αυτό το σενάριο «ημι-νομαδικής ζωής» θα ξαναπαιχθεί μερικές δεκάδες αιώνες αργότερα, στο σκηνικό της ύστερης βιομηχανικής κοινωνίας2: Θα ξαναπαιχθεί βέβαια όχι με βάση κάποιους διαφορετικούς τόπους εργασίας, αλλά με βάση τις ποικίλες εστίες αναψυχής έξω από τον αστικό χώρο.

Η μεταπολεμική πληθυσμιακή ανάπτυξη του πολεοδομικού συγκροτήματος της πρωτεύουσας σε συνδυασμό με την «ένταση» κυκλοφοριακών, βιομηχανικών και άλλων δραστηριοτήτων, συνθέτει ένα προβληματικό πλαίσιο ζωής στον αστικό χώρο. Προς την ίδια κατεύθυνση επενεργεί και η «κοινωνική απορρύθμιση» σαν συνέπεια της μεταλλαγής ηθών και εθίμων, της άμβλυνσης των συλλογικοτήτων και της αποξένωσης των πολιτών στις περιοχές κατοικίας. Παρά τις νωπές αναμνήσεις της αγροτικής ανέχειας και της χαμηλής ποιότητας των κοινωνικών υπηρεσιών στην ύπαιθρο των προηγούμενων δεκαετιών, η υπερσυσσώρευση πληθυσμών και προβλημάτων στην πόλη δημιουργεί ιδιαίτερη απώθηση στην κοινωνική συνείδηση και προκαλεί «κεντρόφυγες» τάσεις προς την περιφέρεια. Αυτές οι τάσεις δεν ισχύουν ή δεν έχουν την ίδια ένταση και το ίδιο ποιόν στις ποικίλες κοινωνικές ομάδες: Σε αντίθεση με την μεγαλοαστική τάξη, που απολαμβάνει «ψύχραιμη» τον «δυϊσμό» κύριας και εξοχικής κατοικίας εποικίζοντας απώτερες περιοχές της Αττικής μετά τα Πατήσια, την Κηφισιά ή το Φάληρο του μεσοπολέμου, τα μικρομεσαία στρώματα είναι αυτά που κυρίως αναζητούν καταφύγιο από την αστική κατάσταση και τις δυσλειτουργίες που συνεπάγεται. Την ίδια πάντως περίοδο δεν είναι ασυνήθιστο και το φαινόμενο του ευτυχισμένου πρώην αγρότη, που εκτελεί χρέη θυρωρού διαμένοντας στο υπόγειο κάποιας πολυκατοικίας…

Σε γενικές γραμμές οι τάσεις φυγής από την αστική κατάσταση διαφοροποιούνται ανάλογα με το κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο μέσα στο οποίο εκδηλώνονται. Στις δύο πρώτες δεκαετίες της μεταπολεμικής περιόδου (1950-1970) οι «αρνητές» της αστικοποίησης εκφράζουν τους ισχυρούς δεσμούς που διατηρούν με την προϋπάρξασα «αγροτική τάξη πραγμάτων» της Ελληνικής κοινωνίας. Η τάση αυτή εκφράζεται και μέσα από την έκταση και μορφολογία των εξοχικών κατοικιών, καθώς το «εξοχικό όνειρο» βρίσκεται πολύ πιο κοντά στην αγροτική κατάσταση και πολύ συχνά αποτελεί ένα είδος αδέξιου «εξοχικού ράντσου». Η αναζήτηση του καθαρού αέρα, του ανοιχτού ορίζοντα, του ήπιου ηχητικού καθεστώτος της υπαίθρου, της επαφής με το χώμα και τη φύση, εκπέμπει σε μεγάλο βαθμό τη νοσταλγία ενός απωλεσθέντος παραδείσου. Την ίδια περίοδο (1950-1970) η ρευστότητα και αποδιοργάνωση του αστικού περιβάλλοντος και τα μεγάλα ελλείμματα οικειότητας επήλυδων και γηγενών, έρχονται σε όλο και μεγαλύτερη αντίθεση με τη προηγηθείσα σταθερότητα της αγροτικής κοινωνίας. Το αίτημα μιας μικρής «επιστροφής στις ρίζες», χωρίς τις εξιδανικεύσεις ενός υμνητή της αγροτικής κατάστασης όπως ο ποιητής Κρυστάλλης ή χωρίς το θλιβερό ρετρό κάποιων τραγουδιών της Βέμπο («χωριό μου – χωριουδάκι μου» κλπ) διαχέεται σε μεγάλα κοινωνικά στρώματα.
Εις βάρος του βουνού (Όλυμπος Σαρωνίδα)Εις βάρος του βουνού (Όλυμπος Σαρωνίδα)

ΕΚΤΙΝΑΞΗ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΚΑΤΟΙΚΙΩΝ


Μεταξύ του 1951 και του 1971 ο πληθυσμός του Πολεοδομικού Συγκροτήματος Πρωτεύουσας (ΠΣΠ) εκτινάσσεται από τις 1.378 χιλ. κατοίκους στους 2.540 χιλ. (αύξηση 84%). Την ίδια περίοδο οι σχέσεις των «νεοαστών» με το χωριό είναι αρκετά ισχυρές και η οικονομική ανάπτυξη δεν έχει δημιουργήσει ακόμη επαρκή «πλεονάσματα» για την παραγωγή δεύτερης κατοικίας. Παρ’ όλα αυτά η ζήτηση γης λόγω των προηγηθέντων πληθωριστικών επεισοδίων του παρελθόντος (Κατοχική και αμέσως μεταπολεμική περίοδος) αυξάνεται και οδηγεί πολλούς αποταμιευτές σε αγορές οικοπέδων και αγροτεμαχίων. Αυτά τα οικόπεδα και αγροτεμάχια, που θα αποτελέσουνν σε μεταγενέστερη φάση το υλικό υπόβαθρο των νεοπλασιών δεύτερης (εξοχικής) κατοικίας, έχουν σε μεγάλο βαθμό αποθησαυριστική λειτουργία και προτιμώνται λόγω της ανυπαρξίας ή υπολειτουργίας άλλων αποταμιευτικών διεξόδων (ασφαλιστικά συμβόλαια, χρεώγραφα κλπ).

Στην περίοδο 1950-70 η Ελληνική κοινωνία χαρακτηρίζεται μάλλον από «υποκινητικότητα», έχει περιορισμένα ιδωτικά και δημόσια μεταφορικά μέσα και χαμηλές επιδόσεις στον εκδρομισμό και στον εσωτερικό τουρισμό. Επίσης δεν έχει θεσμίσει το Σαββατοκύριακο ως χρόνο ανάπαυσης, βιώνει το 48ωρο ή ακόμη και την πέραν αυτού υπερεργασία και διαθέτει σχετικά μικρούς χρόνους θερινών διακοπών. Η κύρια προσπάθεια της πρώτης εικοσαετίας της μεταπολεμικής – μετεμφυλιακής περιόδου στρέφεται στην κατασκευή κατοικιών, παρά τις αντίθετες εισηγήσεις αρκετών αναπτυξιολόγων της εποχής3. Από το 1951 έως το 1970 η Ελλάδα πετυχαίνει εντυπωσιακές επιδόσεις στον τομέα της κατασκευής νέων κατοικιών (3η σε ένα μεγάλο σύνολο ανεπτυγμένων χωρών). Η κατάσταση αυτή θα συνεχισθεί την επόμενη εικοσαετία, καθώς το 1973 και το 1977 κατασκευάζονται 21,1 και 17,1 νέες κατοικίες αντίστοιχα ανά χίλιους κατοίκους (παγκόσμια πρωτιά!)4. Στο Πολεοδομικό Συγκρότημα της Πρωτεύουσας (ΠΣΠ) οι κάτοικοι θα αυξηθούν μεταξύ 1971 και 1991 από 2.540 χιλ. σε 3.096 χιλ. (αύξηση κατά 22%) ενώ ο αριθμός των κατοικιών θα ανέλθει από τις 828 χιλ. στις 1.329 χιλ. (αύξηση 61%). Η ίδια αναντιστοιχία μεταξύ του βαθμού αύξησης του πληθυσμού και της αύξησης των κατοικιών παρατηρείται και στην υπόλοιπη Αττική. Εκεί οι κάτοικοι θα αυξηθούν από 202 χιλ. σε 426 χιλ. (αύξηση κατά 111%) ενώ οι κατοικίες πάσης φύσεως θα ανέλθουν από τις 112 χιλ. στις 268 χιλ. (αύξηση 139%). Και στις δύο περιοχές του Αττικού χώρου, το σύνολο των κατοικιών με βάση την απογραφή του 1991 (1.597 χιλ.) σε σχέση με το σύνολο των κατοίκων (3.522 χιλ.) παρέχει μια αναλογία 2,2 κατοίκων ανά κατοικία. Με βάση το μέσο μέγεθος των νοικοκυριών στο λεκανοπέδιο (2,97 άτομα ανά νοικοκυριό) τότε προκύπτει σαφώς ένα σημαντικό μέγεθος «δεύτερων» κατοικιών στον Αττικό χώρο5.

Οι δυνάμεις φυγής από το αστικό περιβάλλον, που χαρακτηρίζουν την πρώτη περίοδο (1950-70) παίρνουν ιδιαίτερη ένταση στη δεύτερη περίοδο (1970-90), δεδομένου ότι είναι πλέον «εξοπλισμένες» με αυξημένα εισοδήματα και μάλιστα εισοδήματα που «πλεονάζουν» σε σχέση με τα απαιτούμενα για την κάλυψη των βασικών αναγκών. Παράλληλα τα ανερχόμενα μεσοστρώματα «εμπλουτίζονται» με μεγαλύτερη κινητικότητα, λόγω της σημαντικής αύξησης των ιδιωτικών μεταφορικών μέσων. Στη δεκαετία του 1970 το νέφος επισημοποιεί την ύπαρξή του στον Αττικό ουρανό, παρά τις ενστάσεις κάποιων επισήμων όσον αφορά την ύπαρξή του (Δήλωση του υπουργού βιομηχανίας το 1977: «Φέρτε μου ένα νεκρό από το νέφος!»). Την επόμενη δεκαετία εντείνονται τα μέτρα και οι προβληματισμοί για την αντιμετώπιση της κυκλοφοριακής δυσλειτουργίας. Μέσα στις νέες, ασφυκτικές στενότητες του αστικού χώρου, τα κύματα φυγής προς την αστική περιφέρεια παίρνουν μεγάλες διαστάσεις, υπενθυμίζοντας –με κάποια χρονική υστέρηση– την έξοδο των κολασμένων της πόλης, κινηματογραφημένη στο Weekend του Ζαν Λυκ Γκοντάρ (1968). Σύμφωνα με μια πρόχειρη απογραφή6, στις 6 Απριλίου 1980, «δραπετεύουν» από το λεκανοπέδιο περίπου 2,5 εκατομύρια άτομα, ενώ μεγάλο είναι και το μέγεθος της Πασχαλινής εξόδου του 19977. Μεγάλο τμήμα αυτών των εξόδων κατευθύνεται προς την περιφέρεια της Αττικής, η οποία με την πάροδο του χρόνου γίνεται όλο και πιο δύσκολα προσπελάσιμη. Η υστέρηση του κυρίως αστικού χώρου σε εστίες φυσικής αναψυχής, σε συνδυασμό με μια ενισχυόμενη αναζήτηση της «φυσικότητας», τροφοδοτεί όλο και περισσότερο το ρεύμα φυγής.

Στη δεύτερη εικοσαετία αυτής της ιδιόμορφης, ευκαιριακής ή κατά φαντασίαν απο-αστικοποίησης, η ύψωση της τιμής της γης στην Αττική ύπαιθρο είναι ιδιαίτερα μεγάλη, πράγμα το οποίο οδηγεί στην αναζήτηση εξοχικής γης και κατοικίας στην ευρύτερη περιφέρεια (Κορινθία, Εύβοια κλπ). Ταυτόχρονα όμως η αυξημένη τιμή της Αττικής γης έχει σαν αποτέλεσμα και την μείωση των εδαφικών απαιτήσεων των νέων αγοραστών. Η μετριοπαθής μορφή του «Εξοχικού σπιτιού με κήπο» γίνεται η διάδοχη κατάσταση του φιλόδοξου «εξοχικού ράντσου», ενώ παράλληλα εμφανίζεται και η μορφή του «εξοχικού διαμερίσματος». Στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και στις αρχές της δεκαετίας του 1990, όπου παρατηρούνται νέες μορφές εγκληματικότητας, γίνεται έντονη η παρουσία εξοχικών συγκροτημάτων «υψηλής ασφαλείας». Τα συγκροτήματα αυτά χαρακτηρίζονται από την ιδιωτικοποίηση του μεταξύ των κατοικιών δημόσιου χώρου –δηλαδή των δρόμων και πεζοδρομίων– από την απαγόρευση εισόδου των μη κατοίκων και από τη λήψη ειδικών προστατευτικών μέτρων αμφίβολης νομιμότητας. Πρόκειται για μια ιδιόμορφη «αμυντική αρχιτεκτονική», που παραπέμπει σε παλιότερα κτίσματα της Αττικής υπαίθρου όπως ήταν το αρβανίτικο σπίτι των Μεσογείων, με τους υψηλούς μαντρότοιχους και την οχυρωματική του διάρθρωση.8

Σ’ αυτή την ύστερη περίοδο η αναζήτηση ενός χώρου με ειδικές «μικροπεριβαλλοντικές» ποιότητες και ειδικά χαρακτηριστικά προσαρμοσμένα στην προσωπική κατάσταση των κατοίκων, εξακολουθεί να αποτελεί το ψυχολογικό υπόβαθρο της χρήσης εξοχικής κατοικίας. Παράλληλα όμως εμφανίζονται και φαινόμενα «επιδεικτικής κατανάλωσης» πολλαπλών εξοχικών δυνατοτήτων, που εκπέμπουν μια νέα ψυχολογία. Καθώς η επιστροφή στην «παλιά-καλή κατάσταση του χωριού» απαξιώνεται στην κοινωνική συνείδηση, οι παλιοί αναχωρητές με τους προσωπικούς λαχανόκηπους και την επαφή με το χώμα παραχωρούν τη θέση τους στους νεο-καταναλωτές εξοχικής κατοικίας που προτιμούν τις υπηρεσίες των κηπουρών, τα γκαζόν, τα διακοσμητικά φυτά, τα ζώα σπάνιας ράτσας. Πρόκειται για μια άλλη αξιοπερίεργη επανάληψη της Ιστορίας, σε ένα κοινωνικοοικονομικό σκηνικό διαφορετικό από αυτό της «ώριμης Ρωμαϊκής ειρήνης» του 1ου μ.χ. αιώνα: Όπου κατά την αναφορά του Ιστορικού Lionel Casson, πολλοί ιδιοκτήτες εξοχικών κτημάτων είχαν αυτά τα κτήματα ως διακοσμητικά και θεωρούσαν την καλλιέργεια αγροτικών προϊόντων σαν μια τελείως δευτερεύουσα υπόθεση!9

Τα εξοχικά της νέας εποχής γίνονται στοιχεία ενός νέου καταναλωτισμού, καλύπτοντας μόνο ως ένα βαθμό ανάγκες και από κει και πέρα τεκμηριώνοντας ένα ορισμένο βαθμό κοινωνικής επιτυχίας. Η εγγύτητα της Αττικής υπαίθρου με το χώρο κατοικίας ενός μεγάλου ποσοστού του ελληνικού πληθυσμού θα αποτελέσει καθοριστικό παράγοντα της ζήτησης χώρου. Σε αντίθεση με τον πληθυσμό του λεκανοπεδίου της δεκαετίας του 1950 που αναζητούσε την αναψυχή στο λόφο του Φιλοπάππου, στο Φάληρο, στην Κηφισιά, στο Καβούρι, οι νέοι χρήστες χώρου και κυκλοφοριακών μέσων κινούνται σε πολύ μεγαλύτερες αποστάσεις και εκφράζουν την προϊούσα απομάκρυνση της λειτουργίας της αναψυχής από την κύρια κατοικία. Όμως οι μεγάλες έξοδοι προς τις εξοχές και τα εξοχικά πιστοποιούν μια σημαντική και με πολλαπλές συνέπειες ήττα: Την ήττα της πόλης ως πεδίου ψυχαγωγίας και χαράς. «Πλήττουμε στην πόλη, δεν υπάρχει πιά βωμός του ήλιου», θα υπογραμμίσει η «Καταστασιακή Διεθνής» στη «Συνταγή για μια νέα πολεοδομία».10
Ανα-αστικοποίηση ενός εξοχικού χώρου Ανα-αστικοποίηση ενός εξοχικού χώρου

Η «ΣΧΕΤΙΚΟΤΗΤΑ» ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΑΣΕΩΝ


Στις δεκαετίες του ‘80 και του ‘90 η εντεινόμενη στο χώρο της Αττικής κυκλοφοριακή δυσλειτουργία, απορροφά όλο και περισσότερο χρόνο, υλική ενέργεια υπό τη μορφή καυσίμων και «ανθρώπινη ενέργεια» υπό τη μορφή της ψυχολογικής εγρήγορσης, ενώ επίσης εκθέτει τους χρήστες του κυκλοφοριακού χώρου στη ρύπανση και την ανασφάλεια. Κατ’ αυτό το τρόπο εξουδετερώνονται τα οφέλη που προέρχονται από τη χρήση γρήγορων και αξιόπιστων ιδιωτικών μεταφορικών μέσων. Παράλληλα η μεταξύ πολεοδομικού συγκροτήματος και εστιών φυσικής αναψυχής «σχετική απόσταση» –νοούμενη σαν ένα μέγεθος που προκύπτει από την πραγματική κίνηση μεταξύ δύο σημείων του χώρου σε αντίθεση με την «απόλυτη» χιλιομετρική απόσταση– αυξάνεται όλο και περισσότερο. Η εξέλιξη αυτή προστίθεται σε άλλες παρεμφερείς που διαδραματίζονται στον κυρίως αστικό χώρο: Κατά μέσο όρο οι χρήσεις εργασίας, κατοικίας, αναψυχής, πολιτισμού, εκπαίδευσης κλπ. υποκύπτουν στις επιταγές του καταμερισμού έργων και λειτουργιών και «αποστασιοποιούνται» μεταξύ τους.11 Είναι χαρακτηριστικό το ότι μια δειγματοληπτική έρευνα που έκανε η ΕΛΠΑ το 1984, έδειξε ότι οι οδηγοί της πρωτεύουσας διήνυαν 21.100 χλμ. το χρόνο έναντι των 17.200 της επαρχίας (Ελευθεροτυπία 13.1.1984). Την ίδια περίοδο η κριτική διαφόρων οικολογικών κινήσεων με στόχο την μείωση της ανάγκης αλλαγής του περιβάλλοντος (εκδρομισμός, τουρισμός κλπ) μέσω της βελτίωσης των πόλεων και του ανθρωπογενούς χώρου, περνάει μάλλον απαρατήρητη από την κοινωνία.12

Όμως η ανάλωση ανθρώπινης ουσίας μεταξύ των διασπειρόμενων στο χώρο χρήσεων, δεν συνιστά ένα προβλημα της ίδιας βαρύτητας με αυτό που δημιουργείται από μια ειδική μορφή διασποράς, και συγκεκριμένα από την πληθυσμιακή παλίρροια και άμπωτη από τις περιοχές κύριας κατοικίας προς τα εξοχικά κατά τη διάρκεια των «ελεύθερων χρόνων». Και τούτο διότι η εκτός τόπου κύριας κατοικίας διάθεση του ελεύθερου χρόνου αποδυναμώνει την κοινωνική ζωή των πόλεων και προαστίων του λεκανοπεδίου, εξασθενίζει τα αισθήματα εντοπιότητας και μειώνει το ενδιαφέρον των πολιτών για τις κοινές υποθέσεις στους χώρους της κύριας κατοικίας. Πρόκειται για μια πραγματική ύφεση του νοήματος και του αισθήματος του «κατοικείν», μια «απελευθέρωση» από την εντοπιότητα, που όμως καταργεί τον οικιστικό χώρο ως ψυχότοπο. Όπως συμβαίνει σε πολλές περιοχές της Ευρώπης έτσι και οι εξοχικές νεοπλασίες στο χώρο της Αττικής αποδυναμώνουν το νόημα της πόλης «ως μικρής πατρίδας» (θέση 71 της «Χάρτας των Αθηνών») και συμβάλλουν σε ένα μετα-αστικό σκεπτικισμό όσον αφορά την εγκυρότητα της Χαϊντεγκεριανής ρήσης: «…το να κατοικεί κανείς είναι το ουσιαστικό, το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της ύπαρξης».
Εξοχικό ελβετικού στυλ







Εξοχικό ελβετικού στυλ προς αντιμετώπιση των πυκνών χιονοπτώσεων της Αττικής...

Η «ΑΠΑΡΤΙΩΣΗ» ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ


Η άμεση και έμμεση επίδραση των εξοχικών κατοικιών στο φυσικό περιβάλλον της Αττικής είχε πολύπλευρες και σε μεγάλο βαθμό αρνητικές συνέπειες. Η επίδραση αυτή ασκήθηκε σε παραλιακούς χώρους, σε δάση ή δασικές περιοχές και σε περιοχές αγροτικής γης. Ανεξάρτητα από τον νόμιμο ή παράνομο χαρακτήρα των διαδικασιών αγοράς οικοπέδων και των διαδικασιών δόμησης, οι εξοχικές κατοικίες στην Αττική κατέλαβαν πολύ συχνά προνομιακές θέσεις του χώρου και έκαναν προβληματική την απόλαυση κοινόχρηστων αγαθών. Η προσέγγιση της γραμμής του αιγιαλού και η παρεμπόδιση της προσπέλασης των πολιτών στην παραλία, αποτέλεσαν συνηθισμένες πρακτικές πολλών «εξοχικούχων» της Αττικής, που δεν αναχαιτίσθηκαν από τον νόμο 1337/83.

Ακόμη χειρότερες εξελίξεις παρατηρήθηκαν στους περιαστικούς δασικούς χώρους. ΟΙ οικοδομικοί συνεταιρισμοί ξεκίνησαν το 195413 και ανέλαβαν ταχύτατα το έργο της νομότυπης ιδιοποίησης δασών ή δασικών περιοχών, παράγοντας ή υπαγορεύοντας σε κάποιους απολογητές («επιστήμονες δασολόγους») την παραγωγή μιας ιδιόμορφης αντίληψης περί «ειρηνικής συνύπαρξης» δασών και οικιστικής ανάπτυξης. Βασικό στοιχείο αυτής της αντίληψης ήταν ότι ένα δάσος διατηρεί την δασική του ταυτότητα παρά τον κατακερματισμό και την απομείωση των βασικών του λειτουργιών. Έτσι στην περίπτωση της «Ιπποκράτειας Πολιτείας», οικοδομικού συνεταιρισμού με διαθέσιμη έκταση 7.000 περίπου στρεμμάτων στην περιοχή της Πάρνηθας, το χαμηλό ποσοστό κάλυψης των οικοπέδων από τα κτίσματα, ο μικρός συντελεστής δόμησης, οι ευρύχωροι δρόμοι και οι μεγάλες πλατείες, που έτεμναν και στην ουσία κατακρεουργούσαν το προϋπάρχον εύρωστο δάσος, προβλήθηκαν ως στοιχεία διατήρησης του δασικού στοιχείου και προστασίας του περιβάλλοντος! Σε ανάλογο μήκος κύματος διατυπώθηκαν πρόσφατα απόψεις αναφορικά με την ένταξη στο σχέδιο πόλης 6.000 στρεμμάτων στην περιοχή της Πεντέλης. Αυτές οι τελευταίες έκαναν λόγο περί «δασικών συστάδων» εντός του προτεινόμενου οικιστικού χώρου και επομένως αναγνώριζαν –εμμέσως πλην σαφώς– την δυνατότητα διατήρησης της «δασικής ποιότητας» παρά την συρρίκνωση του μεγέθους του αρχικού δενδρώδους χώρου.

Η «απαρτίωση» του παραλιακού και δασικού χώρου, υπό την έννοια της «σχάσης» του σε μικροενότητες χωρίς την λειτουργικότητα της αρχικής κατάστασης, αποτέλεσε μία από τις πιο χαρακτηριστικές συνέπειες της ανάπτυξης της εξοχικής – δεύτερης κατοικίας στην Αττική. Η ανάπτυξη αυτή τροποποίησε ριζικά την μορφή του χώρου και αλλοίωσε την φυσικότητά του, ακυρώνοντας σχεδόν τελεσίδικα παλιότερες δραστηριότητες για την προστασία του τοπίου. Επί πλέον οδήγησε σε μια σταδιακή απομείωση της γεωργικής γης, παρά τις διακηρύξεις ή τις εφαρμοσμένες πολιτικές για την προστασία της. Η αύξηση των οικιστικών και αστικών προσόδων στην περιφέρεια της Αττικής υπερακόντισε το κύριο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα της περιαστικής γεωργίας, την εγγύτητά της με τις αγορές της πόλης και την «ευελιξία» της στο να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις των καταναλωτών. Το αποτέλεσμα ήταν μια νέα «απαρτίωση» της μορφής του χώρου και ένα νέο ρήγμα στη συνέχεια του τοπίου μέσω της εμφύτευσης εξοχικών κατοικιών, δεδομένου ότι οι διατάξεις για την προστασία της γεωργικής γης έγιναν διάτρηττες από πολλές και διάφορες εξαιρέσεις και πρακτικές.
Εξοχικό “ράντσο” σύγχρονης μορφής







Εξοχικό “ράντσο” σύγχρονης μορφής




Η ΑΣΧΗΜΙΑ ΩΣ ΛΑΪΚΟ ΑΙΤΗΜΑ…


Η κοινωνική κριτική των οικιστικών νεοπλασιών στην περιφέρεια της Αττικής είχε σαν κύρια στόχευση τις δυσμενείς επιπτώσεις των εξοχικών σε κάποια στοιχεία του φυσικού και ανθρωπογενούς περιβάλλοντος, όμως δεν απουσίασαν επί του ζητήματος και «βολές» από την ευρύτερη σκοπιά της αισθητικής, της πολεοδομίας και της ποιότητας ζωής. Αρκετές από τις βολές αυτές ήταν έγκαιρες και ιδιαίτερα εύστοχες, όπως αυτές που εκπορεύτηκαν στην δεκαετία 1953-63 από τον Δ. Πικιώνη, τον Α. Προβελέγγιο, τον Α. Κωνσταντινίδη και τον Τ. Ζενέτο, στα πλαίσια μιας κίνησης για την προστασία του Αττικού τοπίου14. Η οικιστική παρουσία των μικροαστικών στρωμάτων στην «εξοχική περιφέρεια» της Αττικής –πολλές φορές με βάση μια μερική αντιγραφή των μεγαλομεσαίων «επιδόσεων»– έκανε τον Γιάννη Τσαρούχη να ισχυρίζεται ότι «η ασχήμια της Αττικής είναι λαϊκό αίτημα». Εξ άλλου η απόκτηση εξοχικής κατοικίας με κύριο σκοπό την κοινωνική καταξίωση και παρά τα υλικά και πολιτιστικά ελλείμματα των «εξοχικούχων», προκάλεσε ιδιαίτερα δηκτικές κριτικές από την πλευρά των αναλυτών των χωροταξικών ζητημάτων. Έγραφε η Τέτα Παπαδοπούλου το 1987: «Στη Λίμα του Περού, στη Μπογκοτά της Κολομβίας, στην Αφρική, η δημογραφική έκρηξη, η έσχατη ένδεια και η εξαθλίωση αναγκάζουν εκατομύρια ανθρώπους να «ζουν» σε τενεκεδένια ή ξύλινα κουτιά. Στην Ελλάδα αυτή την εξαθλίωση την επιλέγουν ορισμένοι ως τρόπο διακοπών. Ο ιδιοκτήτης της βίλας ντάτσουν μένει σε κάποιο σπίτι στην πόλη, έχει δικό του αυτοκίνητο και βίντεο και φορητή τηλεόραση. Δεν τον ωθούν λόγοι οικονομικοί να ζήσει όπως οι τρωγλοδύτες και τα ποντίκια. Απλώς με τον τρόπο αυτό εκφράζει τον πολιτισμό του».15

Στην Ελλάδα οι κριτικές αιχμές κατά των εξοχικών νεοπλασιών συντονίσθηκαν με τις απόψεις διαφόρων ριζοσπαστών της πολεοδομίας και της κοινωνιολογίας στην Ευρώπη και Αμερική, όπου η εμπειρία του ψυχαγωγικού εποικισμού της αστικής περιφέρειας ήταν μεγαλύτερη και ιστορικά προγενέστερη. Το πρώτο μισό του 19ου αιώνα ο Αμερικανός φυσιολάτρης Θορώ υποψιάζοταν τον πιθανό ερχομό μιας εποχής «…όπου ο τόπος θα κατατεμαχιστεί στους αποκαλούμενους χώρους αναψυχής»,16 όμως στο δεύτερο μισό του επόμενου αιώνα ο Γερμανός Αλεξάντερ Μίτσιρλιχ έγραφε με σιγουριά: «Το ότι οι πόλεις μας πάνε από το κακό στο χειρότερο, το ότι εξαθλιώνονται μέρα τη μέρα, γίνεται αισθητό και από ένα άλλο σύμπτωμα του καιρού που σε πρώτη ματιά φαίνεται αθώο και λογικό: από το μεράκι όλων μας να αποκτήσουμε μονοκατοικία μετά κήπου, σκύλου και άλλων τινών». Και σχολιάζοντας τις εξοχικές νεοπλασίες της υπαίθρου έγραφε: «Δεν έχει κανείς παρά να φέρει στο νου την άρρωστη εντύπωση που προξενούν οι μονοκατοικίες που τις κυκλώνουν 500, 1.000 ή και 1.500 τετραγωνικά γκαζόν, για να νοιώσει πως ένας τέτοιος κατακερματισμός της φύσης δεν θα φέρει ποτέ αυτό που ονειρεύεται ο βαυκαλιζόμενος με εξιδανικευμένα φούμαρα ανεγέρτης. Χώρους όντως κατοικίσιμους, με πραγματικά ευεργετική ψυχική επίδραση, είμαστε σε θέση να φτιάξουμε δίχως να υπεξαιρούμε κάθε τόσο από την ολότητα φύση…».17

Ο Μάρεϋ Μπούχτσιν σημείωνε18 ότι:
«οι νέοι κάτοικοι των προαστίων, χάνοντας τα παραδοσιακά πλεονεκτήματα της αστικής ζωής, δεν θα αποκτήσουν ούτε την πλήρη μοναξιά της εξοχής».
Και ο υποφαινόμενος κατέθετε19 την προσωπική του εμπειρία από περιοχές της ανατολικής Αττικής στα τέλη της δεκαετίας του 1980:
«…Οι κορυφές έχουν πλέον αποκοπεί μεταξύ τους από την οικιστική παλίρροια. Τα σπίτια κατακλύζουν τα πάντα, χωρίς όμως να παράγουν ένα νέο ανθρώπινο βιότοπο. Κλειδαμπαρωμένα πάνω από 300 ημέρες το χρόνο, έχοντας δεσμεύσει οικονομίες και κόπους δεκαετιών, στέκονται τις νύχτες κάτω από τους θλιμένους φωτισμούς της ΔΕΗ – γι‘ αυτούς που αγωνίστηκαν πολιτιστικοί και εξωραϊστικοί σύλλογοι και ρηξικέλευθοι παράγοντες. Ημέρα και νύχτα το τοπίο αναδίδει ένα μπάσταρδο ύφος – ούτε κατοικημένος χώρος ούτε εξοχή».
ο Πύργος του Μελισσουργού






Τυπικό εξοχικό ράντσο παλιότερης εποχής (ο Πύργος του Μελισσουργού) περικυκλώνεται σιγά-σιγά από εξοχικές μονοκατοικίες



«ΑΝΑ – ΑΣΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ»


O «εξοχικός χαρακτήρας» του Αττικού χώρου, όπου πραγματοποιείται η εγκατάσταση εξοχικών κατοικιών, περνάει σε μια φάση αναίρεσης κατά τη δεκαετία του 1990. Κατά το Καβαφικό ποίημα, «η πόλις ακολουθεί» τους φυγάδες, καθώς η πληθυσμιακή πυκνότητα των περιοχών εξοχικής κατοικίας αυξάνεται και το νέο τοπίο παίρνει έντονα αστικές μορφές. Χαρακτηριστικά παραδείγματα: Η Λούτσα (Άρτεμις), της οποίας ο πληθυσμός εκτοξεύεται από τους 564 κατοίκους του 1971 στους 9374 του 1991 (αύξηση 1.670%!) ή η Ραφήνα, με αντίστοιχη αύξηση από 2.674 σε 8.556 κατοίκους (αύξηση 320%!). Την ίδια περίοδο η αναζήτηση προνομιακών σημείων στο χώρο (με ειδικό οπτικό πεδίο, με δασικό ή παραλιακό περίγυρο κλπ.) συνεχίζεται με αμείωτη ένταση, όμως η πληθωριστική παρουσία κατασκευών ακυρώνει τα αιτήματα «σπανιότητας» και «μοναδικότητας» που εκτρέφουν πολλοί ιδιοκτήτες.

Στη δεκαετία του 1990 μπορούμε πλέον να μιλάμε για φαινόμενα «ανα–αστικοποίησης» της αστικής περιφέρειας στην Αττική, όχι απλά και μόνο από την άποψη της τροποποίησης της μορφής του χώρου, αλλά και από την άποψη της επιλογής του ως τόπου κύριας εγκατάστασης. Η Λούτσα, η Σαρωνίδα, το Λαγονήσι, μέσα από την προϊούσα συσσώρευση μιας «κρίσιμης μάζας» υπηρεσιών και διευκολύνσεων, μπορούν να «μεταλλάσσουν» κάποιους παλαιούς ευκαιριακούς κατοίκους σε μόνιμους εποικιστές. Το φαινόμενο αυτό έχει προς το παρόν μικρή έκταση, όμως μέσα στο νέο τεχνολογικό και παραγωγικό τοπίο της πληροφορικοποίησης, δεν αποκλείεται να πάρει μεγαλύτερες διαστάσεις: Η δυνατότητα της τηλε-εργασίας, των τηλε-αγορών και των τηλε-διευκολύνσεων, σε συνδυασμό με την προϊούσα «ιντερνετοποίηση» της κοινωνικής ζωής, μπορεί να τροποποιήσει τις οικιστικές ιεραρχήσεις πολλών πολιτών και να τους οδηγήσει σε ουσιαστική μετεγκατάσταση στην περιφέρεια της Αττικής.

Μια τέτοια εξέλιξη εντάσσεται στα «μετα-αστικά» φαινόμενα, που ισοδυναμούν με την ανάπτυξη κεντρόφυγων τάσεων από τον αστικό πυρήνα και οδηγούν σε μια μίνι-αποκέντρωση του πληθυσμού προς όφελος της παραδοσιακής αστικής περιφέρειας. Κατ’ αυτό το τρόπο δημιουργούνται μορφές «εξάστιου» (ex urbs) ή «εξαπλωμένης πόλης», ανάλογα με αυτά του Λος Άντζελες, που τροποποιούν την παραδοσιακή αστική κατάσταση.

Η εξελικτική πορεία της Αττικής υπαίθρου από την αρχική γεωργική «τάξη πραγμάτων» στο καθεστώς της «ψυχαγωγικής ψευτοϋπαίθρου»20 των διάσπαρτων εξοχικών κατοικιών και στη συνέχεια στην (διά του οικιστικού πληθωρισμού) αστικοποίηση του εξοχικού χώρου και στην φιλοξενία «μετααστικών φαινομένων», συμβαδίζει και συνυφαίνεται με μια πολλαπλή αδυναμία του μεταπολεμικού χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού: Την αδυναμία στο να παράγει αστικούς χώρους με ποιότητα και με εστίες φυσικής αναψυχής, ικανές στο να προσελκύουν τους πολίτες και στο να αποτρέπουν την αλλόφρονα φυγή προς την περιφέρεια. Κι ακόμη της αδυναμίας στο να παράγει μια «ήπια» και φιλική προς το περιβάλλον όδευση του «ρεύματος εξοχικής κατοικίας» προς την περιφέρεια της Αττικής, με σεβασμό των δασικών χώρων, της παραλίας, των βιοτόπων, της γεωργικής γης, των τοπίων ιδιαίτερου κάλλους.

Η ιστορία της εξοχικής κατοικίας στην Αττική είναι τελικά μια ιστορία νίκης των μηχανισμών της αγοράς πάνω στους προγραμματισμούς και στις θεσμίσεις, που επεχείρησαν να ορθώσουν οι φιλικές προς το περιβάλλον και την ποιότητα ζωής δυνάμεις. Όμως η χωροταξική Ιστορία, όπως και η «γενική» Ιστορία, δεν έχει τέλος. Ο αγώνας επομένως συνεχίζεται…


Η περιαστική γεωργία σε ανταγωνισμό με την εξοχική κατοικία









Η περιαστική γεωργία σε ανταγωνισμό με την εξοχική κατοικία




Βιβλιογραφία - Σημειώσεις

1. Όλγας Κακαβογιάννη «Η προϊστορική κατοίκηση στην Ν. Α. Αττική, νέα ευρήματα». Α΄ Επιστημονική συνάντηση Ν. Α. Αττικής, Καλύβια 1985. 2. Γιάννη Σχίζα, «Αττική», Εκδ. Σαββάλα 1996 3. Σοφίας Αντωνοπούλου, «Ο μεταπολεμικός μετασχηματισμός της Ελληνικής οικονομίας και το οικιστικό φαινόμενο», Εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1991, ιδιαίτερα μέρος δεύτερο. 4. Στο ίδιο παραπάνω. 5. Στοιχεία της ΕΣΥΕ 6. Χρίστου Ιακωβίδη, «Νεοελληνική αρχιτεκτονική και Αστική ιδεολογία», εκδ. Δωδώνη, 1982 7. Γ. Σχίζα, «Νομάδες αναψυχής», Αυγή 11.5.97 8. Ζώης Λούβαρης, «Πόλεις φρούρια», Βήμα 1.8.99 9. Lionel Casson, “Το ταξίδι στον αρχαίο κόσμο”, Εκδ. Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τράπεζας, 1996. 10. “Καταστασιακή Διεθνής”, ΧΩΡΟΤΑΞΙΑ, Εκδ. Άκμων. 11. Γ. Σχίζα, “Αττική”, κεφ. “Ένα αστικό big bang”. 12. Οργάνωση «Νέοι και περιβάλλον», «Δήλωση για τον τουρισμό» 13. Δημήτρη Φιλιππίδη «Για την ελληνική πόλη», Εκδ. Θεμέλιο, 1990. 14. Γιώργου Σημαιοφορίδη, «Το Αττικό τοπίο και οι αρχιτέκτονες», από την έκδοση του Υπουργείου Πολιτισμού «Αττικό τοπίο και περιβάλλον», Αθήνα 1989. 15. Τέτας Παπαδοπούλου, «Το λυόμενο εξοχικό όνειρο», ΑΝΤΙ 7.7.87 16. Henry David Thoreau, «Περπατώντας». Εκδ. «Διεθνής Βιβλιοθήκη», Αθήνα 1996. 17. Alexander Mitscherlich, «Το άξενο των πόλεων πρωτουργό στην ψυχική αποργάνωση του πολίτη», εκδ. Ηριδανός. 18. Μάρραιη Μπούχτσιν, «Τα όρια της πόλης», Εκδ. «Ελεύθερος Τύπος», Αθήνα 1979. 19. Γιάννη Σχίζα, «Μποτίλια στο πέλαγο», από τη συλλογή άρθρων «Πόλη, φύση και κοινωνία», εκδ. «Κομμούνα», 1990. 20. Όρος που χρησιμοποιήθηκε από την «Καταστασιακή Διεθνή».

gallery ❰   ❱