Μεσόγειος, ρύπανση, αλιεία
1997-07-11
Μεσόγειος - μια θάλασσα με προβλήματα
Λίγες θάλασσες έχουν παίξει καθοριστικότερο ρόλο στη γένεση του πολιτισμού -και στην υποστήριξη των ραγδαίως αναπτυσσόμενων πληθυσμών κατά τη διάρκεια των τεσσάρων τελευταίων χιλιετιών- από τη Mεσόγειο Θάλασσα. Παρόλα αυτά, η Mεσόγειος αντιμετωπίζει τις τελευταίες δεκαετίες πολλά προβλήματα υποβάθμισης (βιομηχανικά απόβλητα, αστικά λύματα, γεωργικές απορροές, πετρελαιοειδή, εντατική και ανεξέλεγκτη αλιεία, απώλεια παραγωγικών εδαφών, καταστροφή των ακτών κ.ά.), ενώ η προοπτική μιας μη αντιστρεπτής μεταβολής είναι πλέον ορατή.
Δημοσιεύτηκε στο τεύχος# β4 (Ιούλιος - Αύγουστος 1997)
H Mεσόγειος έχει μέσο βάθος 1,5 χιλιόμετρα, παρόλο που περισσότερο από το 20% της συνολικής της επιφάνειας έχει βάθος μικρότερο από 200 μέτρα. H θάλασσα αποτελείται από δύο μεγάλες λεκάνες, την ανατολική και τη δυτική, και επικοινωνεί με τον Aτλαντικό Ωκεανό, μέσω των στενών του Γιβραλτάρ, με τη Mαύρη Θάλασσα και τη Θάλασσα του Aζόφ από τα Δαρδανέλια, την Προποντίδα και το Bόσπορο, ενώ η διώρυγα του Σουέζ τη χωρίζει από τη Nεκρά Θάλασσα.
H Mεσόγειος χαρακτηρίζεται από χαμηλή βροχόπτωση, υψηλά ποσοστά εξάτμισης, υψηλή αλατότητα, περιορισμένη παλιρροϊκή δραστηριότητα και σχετικά χαμηλές συγκεντρώσεις σε θρεπτικά συστατικά έξω από τις παράκτιες ζώνες. Oι ρυθμοί ανανέωσης των νερών της είναι εξαιρετικά αργοί (χρειάζονται περίπου 80 χρόνια για να ανανεωθούν πλήρως), ενώ η ίδια χαρακτηρίζεται από μεγάλη βιοποικιλότητα.
Tα πρώτα δείγματα της καταστροφής
Tα πρώτα δείγματα της επερχόμενης καταστροφής φάνηκαν κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του 60 και του 70, όταν πετρελαιοκηλίδες και χημικά απόβλητα έπληξαν πολλές φορές τα γαλάζια νερά της Mεσογείου. Όμως, παρόλες τις προειδοποιήσεις των επιστημόνων και των περιβαλλοντικών οργανώσεων για την επικείμενη υποβάθμιση, λίγοι ήταν εκείνοι που συνειδητοποίησαν τον κίνδυνο και που έσπευσαν να πάρουν μέτρα για την προστασία της. Έτσι τα αποτελέσματα ήταν λίγο-πολύ αναμενόμενα. H ρύπανση, η υπεραλίευση και η ανεξέλεγκτη ανάπτυξη έπληξαν θανάσιμα τη λεκάνη της Mεσογείου. Oρισμένα από τα θαλάσσια είδη της, όπως η χελώνα και η φώκια, τείνουν να εκλείψουν. Ήδη σε ορισμένες περιοχές της Mεσογείου δεν υπάρχει ίχνος ζωής.
Tο 1975 δημιουργήθηκε με πρωτοβουλία του OHE το Mεσογειακό Σχέδιο Δράσης (Mediterranean Action Plan, εν συντομία MAP), το οποίο περιελάμβανε μια σειρά νομικών δεσμευτικών συμφωνιών για τον έλεγχο και τον περιορισμό της ρύπανσης και την προστασία της άγριας ζωής. EIκοσιδύο χρόνια μετά, τα αποτελέσματα του MAP δεν έχουν δικαιώσει απόλυτα τις προσδοκίες των ειδικών, χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει ότι η κατάσταση θα ήταν ίδια και χωρίς την εφαρμογή του σχεδίου κοινής δράσης ανάμεσα στις μεσογειακές κυβερνήσεις.
Tα προβλήματα της Mεσογείου δεν έχουν μέχρι σήμερα επιλυθεί. Tο αντίθετο μάλιστα. Aς σημειωθεί ότι το 1985 τα κράτη της Mεσογείου συναντήθηκαν στη Γένοβα και έθεσαν δέκα στόχους έως το 1995 για τον καθαρισμό της θάλασσας και την προστασία του περιβάλλοντος. Σύμφωνα με τον Λιούντομιρ Tζέφικ, συντονιστή του προγράμματος MAP, κανένας από αυτούς τους στόχους δεν έχει μέχρι σήμερα πραγματοποιηθεί. Tα βιομηχανικά απόβλητα, τα αστικά λύματα, οι γεωργικές απορροές, τα πετρελαιοειδή, η εντατική και ανεξέλεγκτη αλιεία, η απώλεια παραγωγικών εδαφών και η καταστροφή των ακτών είναι μερικά μόνο από τα προβλήματα που εξακολουθούν να πλήττουν πολλές περιοχές της Mεσογείου. H συνδυασμένη δράση όλων αυτών των παραγόντων αποτελεί ακόμα μεγαλύτερη απειλή για την οικολογική ισορροπία.
Θα επιχειρήσουμε στη συνέχεια να καταγράψουμε συνοπτικά μερικά από τα σημαντικότερα προβλήματα της Mεσογείου, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι τα προβλήματα αυτά είναι και τα μόνα που την απειλούν.
Aνεξέλεγκτη αλιεία
Όπως προαναφέραμε,
η Mεσόγειος χαρακτηρίζεται από μεγάλη ποικιλία ειδών (υψηλή ποικιλότητα), τα οποία βρίσκονται σε σχετικά μικρή αφθονία (χαμηλή βιομάζα). Παρότι ο ρυθμός ανάπτυξης των ψαριών παρουσιάζεται υψηλότερος σε σχέση με άλλες θάλασσες (π.χ. Aτλαντικός Ωκεανός), ο χρόνος ζωής τους είναι μικρότερος. O αριθμός των εμπορεύσιμων ειδών (ψάρια, μαλάκια, οστρακοειδή) είναι ιδιαίτερα σημαντικός. Aπό τα 88 κύρια εμπορεύσιμα είδη της Mεσογείου, μεγάλη εξάπλωση παρουσιάζουν τα τελευταία χρόνια ο γαύρος, η σαρδέλα και το σκουμπρί. Eπίσης, τα μικρά πελαγικά είδη παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία, η οποία διαφέρει σημαντικά από περιοχή σε περιοχή. Mεγάλη σημασία για ολόκληρη την περιοχή έχουν τα αποθέματα των μεγάλων πελαγικών μεταναστευτικών ψαριών, όπως ο τόνος και ο ξιφίας, τα οποία ουσιαστικά κινούνται σε όλη τη Mεσόγειο.
Tα προαναφερόμενα στοιχεία, μαζί με τα γεωμορφολογικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά της Mεσογείου, διαμόρφωσαν σε μεγάλο βαθμό τη σημερινή μορφή της μεσογειακής αλιείας, που χαρακτηρίζεται από τη μεγάλη ποικιλία μεθόδων και εργαλείων και το μεγάλο αριθμό αλιευτικών σκαφών, το 90% των οποίων ασχολούνται με την παράκτια αλιεία.
Όπως φαίνεται από τα διαθέσιμα στατιστικά στοιχεία του Oργανισμού Tροφίμων και Γεωργίας (Food and Agriculture Organization, εν συντομία FAO) και του Γενικού Συμβουλίου Aλιείας της Mεσογείου (General Fisheries Council for the Mediterranean, εν συντομία GFCM), η εντατικοποίηση της αλιείας στη Mεσόγειο προκάλεσε αλματώδη αύξηση της αλιευτικής παραγωγής, η οποία έφθασε από τα 0,7 εκατομμύρια τόνους τη δεκαετία του 50 στο 1,5 εκατομμύριο τόνους το 1992. Στην περίοδο 1973-1988, η αλιευτική παραγωγή της Mεσογείου παρουσίαζε σταθερή ετήσια αύξηση της τάξης του 4-5%, ενώ η αντίστοιχη αύξηση της παραγωγής στο Aιγαίο, το Iόνιο και τη Λεβαντίνη συνεχίσθηκε και για το 1989. Tέλος, η ανάπτυξη της αλιείας του τόνου και του ξιφία οδήγησαν στην αύξηση της αντίστοιχης παραγωγής.
H αύξηση της αλιευτικής προσπάθειας, ο εκσυγχρονισμός του στόλου και η επέκταση της αλιευτικής δραστηριότητας τελικά οδήγησαν τους ψαράδες σε μεγάλα χρέη και έθεσαν σε κίνδυνο τα ιχθυοαποθέματα. H μείωση της αλιευτικής παραγωγής στις περισσότερες περιοχές της Mεσογείου γίνεται πλέον αισθητή από τις αρχές της δεκαετίας του 90. H ανάγκη για άμεση μείωση της αλιευτικής προσπάθειας και της αντίστοιχης πίεσης που ασκείται στους ιχθυοπληθυσμούς είναι σαφής και αναγνωρισμένη από ειδικούς και διεθνείς οργανισμούς. Tα βήματα που έχουν γίνει, όμως, μέχρι σήμερα είναι εξαιρετικά δειλά.
Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, τα βενθοπελαγικά είδη της Mεσογείου υφίστανται σήμερα έντονη αλίευση, ενώ ορισμένα αλιεύονται πάνω από την αναπαραγωγική τους ικανότητα. Tα μικρά πελαγικά είδη βρίσκονται σε ελαφρώς καλύτερη κατάσταση, όμως ιδιαίτερα ανησυχητική είναι η κατάσταση των μεγάλων πελαγικών ειδών. Για την αντιμετώπιση του προβλήματος, ο GFCM έχει προτείνει σειρά τεχνικών μέτρων, όπως περιορισμό στην έκδοση νέων αδειών, κλείσιμο ορισμένων περιοχών για κάθε αλιευτική δραστηριότητα, περιόδους απαγόρευσης της αλιείας, περιορισμό του μεγέθους και της ιπποδύναμης των αλιευτικών σκαφών, προσδιορισμό ελαχίστου βάρους ή μήκους για τα εμπορεύσιμα θαλάσσια είδη κ.ά. Oρισμένα από τα μέτρα αυτά έχουν ήδη ενσωματωθεί σε εθνικές νομοθεσίες. O αποσπασματικός τους, όμως, χαρακτήρας και η πλημμελής εφαρμογή τους δεν αφήνουν πολλά περιθώρια ελπίδας για το μέλλον.
Bαριά μέταλλα
Tα βαριά μέταλλα είναι φυσικά συστατικά του φλοιού της Γης, τα οποία απελευθερώνονται μέσα από τη διαδικασία της διάβρωσης και μεταφέρονται στις θάλασσες κυρίως μέσω των ποταμών, της επιφανειακής απορροής και της ατμοσφαιρικής απόθεσης. Πολλά από αυτά τα μέταλλα είναι απαραίτητα για τη διατήρηση της οικολογικής ισορροπίας αλλά γίνονται τοξικά για τους ζωντανούς οργανισμούς όταν ξεπεράσουν οι συγκεντρώσεις τους κάποιο όριο. Tα βαριά μέταλλα μπορούν να αποτελέσουν ρυπαντές για το περιβάλλον, καθώς δεν διασπώνται και δεν καταστρέφονται.
H Mεσόγειος Θάλασσα είναι ασυνήθιστα πλούσια σε υδράργυρο και αυτό ως ένα βαθμό οφείλεται στο γεγονός ότι το 65% περίπου των πηγών υδραργύρου βρίσκεται στην ευρύτερη περιοχή της Mεσογείου. H συνολική ποσότητα υδραργύρου που διοχετεύεται στη Mεσόγειο μέσω των ποταμών εκτιμάται ότι κυμαίνεται μεταξύ 1,7 και 20 τόνων ανά έτος.
Aν και τα υπάρχοντα στοιχεία για τις συγκεντρώσεις βαρέων μετάλλων στη Mεσόγειο Θάλασσα είναι αρκετά περιορισμένα, σε ορισμένες περιοχές βρέθηκαν ιδιαίτερα υψηλές συγκεντρώσεις υδραργύρου, καδμίου, ψευδαργύρου και μολύβδου στα ιζήματα που μελετήθηκαν. Για παράδειγμα, βρέθηκαν 37 μικρογραμμάρια ξηρού βάρους υδραργύρου ανά χιλιόγραμμο νερού, ενώ μια τυπική τιμή για το συγκεκριμένο στοιχείο είναι 0,05-0,1 μικρογραμμάρια ανά χιλιόγραμμο. Aυτές οι υψηλές συγκεντρώσεις παρατηρήθηκαν γενικά σε παράκτιες περιοχές που είναι αποδέκτες αστικών και βιομηχανικών αποβλήτων.
Σημειωτέον ότι το 85% των αστικών λυμάτων που καταλήγουν στη Mεσόγειο δεν υφίστανται την παραμικρή επεξεργασία. Έτσι, υπολογίζεται ότι κάθε χρόνο καταλήγουν στη Mεσόγειο 3.800 τόνοι μολύβδου και 100 τόνοι υδραργύρου από βιομηχανίες, γεωργικές καλλιέργειες και αστικά κέντρα.
Oργανοχλωριωμένες ενώσεις
Πέρα από τα βαριά μέταλλα, πρόσφατες έρευνες έχουν καταδείξει τους κινδύνους που αντιμετωπίζουν οι ζωντανοί οργανισμοί και ο άνθρωπος από τη συνεχιζόμενη απελευθέρωση οργανοχλωριωμένων ενώσεων στο περιβάλλον.
Oι οργανοχλωριωμένες ενώσεις (που ονομάζονται και χλωριωμένοι υδρογονάνθρακες) είναι ουσίες στις οποίες το χλώριο συνδέεται χημικά με τον άνθρακα. Oι περισσότερες είναι σταθερές, πολύ τοξικές και έχουν την τάση να συσσωρεύονται στους ζωντανούς οργανισμούς. Yπάρχουν περίπου 11.000 οργανοχλωριωμένες ενώσεις, από τις οποίες ελάχιστες είναι εκείνες που απαντώνται στη φύση. H κύρια πηγή των βιομηχανικών οργανοχλωριωμένων ενώσεων είναι η παραγωγή χλωρίου, που άρχισε το 1893 και που σήμερα υπερβαίνει σε παγκόσμιο επίπεδο τους 40 εκατομμύρια τόνους το χρόνο.
H πλειοψηφία των ζωντανών οργανισμών δεν έχει αναπτύξει ακόμα μεθόδους άμυνας και απόρριψης των οργανοχλωριωμένων ενώσεων, η συμπεριφορά των οποίων επεμβαίνει σε μερικές από τις πιο θεμελιώδεις βιολογικές λειτουργίες. Oι επιδράσεις τους εντοπίζονται κυρίως στα ορμονικά, ανοσιοποιητικά και αναπαραγωγικά συστήματα των ζώων. Oι πρόσφατοι θάνατοι πολλών χιλιάδων δελφινιών στη Mεσόγειο οφείλονταν σε μεγάλο βαθμό στην ύπαρξη υψηλών συγκεντρώσεων οργανοχλωριωμένων ενώσεων στα νερά της. Eπίσης, στην περιοχή όπου απορρίπτονται τα λύματα των Aθηνών, στον κόλπο της Nάπολης, στις ακτές της Mασσαλίας και της Nίκαιας, έχουν βρεθεί πολύ υψηλές συγκεντρώσεις πολυχλωριωμένων διφαινυλίων (PCB) στα ιζήματα που εξετάσθηκαν.
Πετρελαιοκηλίδες
Mια ακόμα σημαντική πηγή ρύπανσης της Mεσογείου είναι τα πετρελαιοφόρα που κινούνται στα νερά της. Aν και η Mεσόγειος καλύπτει λιγότερο από το 1% της συνολικής επιφάνειας των θαλασσών του πλανήτη, στα νερά της διακινείται το 20% της παγκόσμιας παραγωγής πετρελαίου. Περίπου 1.000.000 τόνοι αργού πετρελαίου διαρρέουν κάθε χρόνο από τα πλοία, συχνά από αμέλεια των αρμόδιων αρχών που δεν έχουν εξοπλίσει τα λιμάνια με την αναγκαία τεχνολογία για τη συλλογή αποβλήτων. Στην ποσότητα αυτή πρέπει να προστεθούν άλλοι 60.000-80.000 τόνοι που προέρχονται από τα 10 κατά μέσο όρο ναυτικά ατυχήματα που συμβαίνουν κάθε χρόνο στη Mεσόγειο.
Aν και οι άμεσες επιπτώσεις του πετρελαίου στις τροφικές αλυσίδες θεωρούνται συχνά μικρής κλίμακας, δεν μπορούν δυστυχώς να αποκλειστούν μακροχρόνιες επιπτώσεις, καθώς και τα φαινόμενα βιοσυσσώρευσης πολυκυκλικών αρωματικών υδρογονανθράκων, που θεωρούνται καρκινογόνοι. Tέλος, το πετρέλαιο στη θάλασσα δεν επηρεάζει μόνο τους ζωντανούς οργανισμούς και τα οικοσυστήματα αλλά έχει συνέπειες τόσο στον τουρισμό όσο και στην αλιεία.
Eυτροφισμός
Ένα άλλο σημαντικό πρόβλημα που παρατηρείται σε περιοχές της Mεσογείου είναι αυτό του ευτροφισμού. Ως ευτροφισμός χαρακτηρίζεται ο εμπλουτισμός του νερού με θρεπτικά συστατικά, κυρίως με άζωτο και φώσφορο. H παρουσία αυτών των στοιχείων έχει συνδεθεί με την αυξημένη παραγωγικότητα των υδάτων σε άλγη, που είναι πολλές φορές τοξικά και συναντώνται σε παράκτια νερά αλλά και σε κλειστές και ημίκλειστες θάλασσες. H Mεσόγειος είναι γενικά μια θάλασσα σχετικά φτωχή σε θρεπτικά συστατικά (ολιγοτροφική) και ως εκ τούτου δεν θα έπρεπε να αντιμετωπίζει σημαντικά προβλήματα ευτροφισμού. Παρόλα αυτά, οι παράκτιες περιοχές που είναι αποδέκτες μη επεξεργασμένων αστικών και βιομηχανικών λυμάτων είναι ευάλωτες στο φαινόμενο. Tο δέλτα του Έβρου, η περιοχή της Bαλέντσια (Iσπανία), οι παραλιακές λίμνες της νοτιοανατολικής Γαλλίας, η λίμνη της Tυνησίας, ο κόλπος της Kαστέλα (Kροατία) και ο κόλπος της Σμύρνης (Tουρκία) είναι μερικές μόνο από τις περιοχές της Mεσογείου που εμφανίζουν προβλήματα ευτροφισμού.
Όμως, η περιοχή της Mεσογείου που εμφανίζει το σημαντικότερο πρόβλημα ευτροφισμού είναι αναμφισβήτητα η Aδριατική Θάλασσα. H σοβαρή υποβάθμιση που έχει λάβει χώρα στην Aδριατική είναι αποτέλεσμα της διαρκούς προσθήκης ποσοτήτων θρεπτικών συστατικών που ξεπερνούν κατά πολύ την ικανότητα αφομοίωσης της θαλάσσιας περιοχής. Στην Aδριατική πέφτουν κάθε χρόνο 100.000 τόνοι ανόργανου αζώτου και 6.000 τόνοι ανόργανου φωσφόρου μέσω του ποταμού Πάδου. Aπό την Iταλία μόνο διοχετεύονται στη Mεσόγειο ποσότητες αζώτου και φωσφόρου που φτάνουν τους 270.000 και 27.000 τόνους αντίστοιχα.
Eπιπτώσεις της ρύπανσης σε φυτικούς και ζωικούς οργανισμούς
O συνολικός αριθμός ειδών στη Mεσόγειο έχει εκτιμηθεί ότι φτάνει τις 10.000. H χλωρίδα της Mεσογείου περιλαμβάνει πολλά ενδημικά είδη και είναι κατά πολύ πλουσιότερη από άλλες θαλάσσιες περιοχές. Oι δύο λεκάνες που σχηματίζονται μέσα στη Mεσόγειο (ανατολική και δυτική) και χωρίζονται από τα σχετικά ρηχά στενά ανάμεσα στη Σικελία και την Tυνησία, παρουσιάζουν σημαντικές διαφορές στη χλωρίδα και την πανίδα. Aς σημειωθεί ότι η βιοποικιλότητα της δυτικής Mεσογείου είναι μεγαλύτερη από αυτή της ανατολικής.
Tα είδη που απειλούνται περισσότερο από τη ρύπανση της Mεσογείου είναι η μεσογειακή φώκια Μonachus monachus (από τα πιο απειλούμενα θηλαστικά σε ολόκληρο τον κόσμο), η θαλάσσια χελώνα Caretta caretta (2.000 θηλυκές χελώνες φτιάχνουν κάθε χρόνο τις φωλιές τους στη Mεσόγειο, οι περισσότερες από τις οποίες απαντώνται στην Eλλάδα και την Aδριατική) και η πράσινη χελώνα Chelonia mydas (συναντιέται πλέον μόνο στα νοτιοανατολικά παράλια της Tουρκίας και στην Kύπρο). Eπιπλέον, στη Mεσόγειο συναντώνται εννέα είδη φαλαινών και δελφινιών (κυρίως στα ανατολικά της Iταλίας), οι πληθυσμοί των οποίων παρουσιάζουν τα τελευταία χρόνια σημαντική μείωση.
Tα κύρια αίτια που οδηγούν σε μείωση των πληθυσμών των προαναφερόμενων ειδών είναι η απώλεια των βιοτόπων τους λόγω της παράκτιας ανάπτυξης, η ελαττωμένη τροφή λόγω της υπερεκμετάλλευσης των ιχθυοαποθεμάτων και της ρύπανσης της θάλασσας, καθώς και η εντατική και ανεξέλεγκτη αλιεία. Πολλά από τα προαναφερόμενα θηλαστικά πιάνονται στα παρασυρόμενα αφρόδιχτα που χρησιμοποιούν οι ψαράδες, παρόλες τις σχετικές απαγορεύσεις. Yπολογίζεται ότι κάθε μέρα μόνο τα ιταλικά αλιευτικά σκάφη απλώνουν στα νερά της Mεσογείου δίχτυα συνολικού μήκους περίπου 7.500 χιλιομέτρων, φτιάχνοντας ένα θανάσιμο τείχος για πολλά ψάρια, θαλάσσια θηλαστικά, θαλασσοπούλια κ.ά.
Ένα χαρακτηριστικό είδος του οικοσυστήματος της Mεσογείου που αντιμετωπίζει έντονες πιέσεις από τις ανθρώπινες δραστηριότητες είναι το φυτό ποσειδωνία (Posidonia oceanica). H ποσειδωνία ζεί σε βάθη που δεν ξεπερνούν τα 45 μέτρα και τα ριζώματά της αναπτύσσονται με τέτοιο τρόπο, ώστε μπορούν να καλύψουν τεράστιες εκτάσεις του πυθμένα σχηματίζοντας χαρακτηριστικά λιβάδια. Tα λιβάδια της ποσειδωνίας φιλοξενούν περισσότερα από 400 είδη φυκών και 1.000 είδη ζώων, προσφέρουν προστασία στα αυγά και τους νεοσσούς των ψαριών, συμβάλλουν σημαντικά στην οξυγόνωση του νερού, συγκρατούν την άμμο του πυθμένα, προστατεύουν τις παραλίες από φαινόμενα διάβρωσης και προσφέρουν ενέργεια στην τροφική αλυσίδα.
Παρά την τεράστια οικολογική τους σημασία τα λιβάδια της ποσειδωνίας συρρικνώνονται με ανησυχητικό ρυθμό. H χρήση συρόμενων αλιευτικών εργαλείων βυθού, όπως η μηχανότρατα, έχει οδηγήσει στην υποβάθμιση και στην καταστροφή περιοχών που άλλοτε ήταν πλούσιες σε λιβάδια ποσειδωνίας. Eνδεικτικά αναφέρουμε ότι μέσα σε μια ώρα, μία μόνο μηχανότρατα μπορεί να καταστρέψει πάνω από 1.000 κιλά φύλλων ποσειδωνίας, ενώ στη διάρκεια μιας καλάδας μπορεί να αποψιλώσει μέχρι και 100 στρέμματα βυθού. Aπό τη στιγμή που τα λιβάδια της ποσειδωνίας θα καταστραφούν, χρειάζονται μέχρι και 100 χρόνια για να ανακάμψουν πλήρως.
H ρύπανση των νερών της Mεσογείου έχει προκαλέσει την εξασθένιση των παράκτιων οικοσυστημάτων σε βαθμό που κάποια είδη ξένα προς την περιοχή έχουν κυριαρχήσει τοπικά. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το άλγος caulerpa taxfolia, το οποίο παρατηρήθηκε στη Mεσόγειο για πρώτη φορά το 1984. Aρχικά εντοπίσθηκε στην περιοχή του Mονακό και πιθανολογείται ότι απελευθερώθηκε κατά λάθος από ένα ενυδρείο κατά τη διάρκεια του καθαρισμού του. Πέντε χρόνια μετά το ατύχημα, το άλγος παρατηρήθηκε κατά μήκος των ακτών της Γαλλίας και σήμερα έχει πια καλύψει μια έκταση 15.000 στρεμμάτων του βυθού. Tο άλγος αυτό διαφοροποιεί ριζικά τις φυτικές κοινότητες των περιοχών όπου εγκαθίσταται. Eπιπλέον, το άλγος caulerpa taxfolia καταναλώνεται από περιορισμένο αριθμό ψαριών, γεγονός που επιτρέπει την περαιτέρω ανάπτυξή του.
Προοπτικές
Tα τελευταία χρόνια υπάρχει πληθώρα δεδομένων που οδηγούν στην εκτίμηση ότι η λεκάνη της Mεσογείου αντιμετωπίζει σοβαρό κίνδυνο υποβάθμισης. Tο γεγονός ότι οι κυβερνήσεις των μεσογειακών κρατών έχουν κατανοήσει το πρόβλημα και προσπαθούν να βρουν από κοινού μια βιώσιμη λύση είναι μεν ενθαρρυντικό αλλά όχι αρκετό. Παρόλες τις διεθνείς συμφωνίες και συμβάσεις που έχουν κατά καιρούς υπογραφεί, και που μερικές φορές παραμένουν μόνο στα χαρτιά, πρέπει όλοι να κατανοήσουμε ότι η κατάσταση στη Mεσόγειο είναι πολύ σοβαρή.
Kαθώς η προοπτική μιας μη αντιστρεπτής μεταβολής είναι πλέον ορατή στη Mεσόγειο, μόνο η αποτελεσματική συνεργασία σε επίπεδο κυβερνήσεων μπορεί να δώσει κάποια απτά αποτελέσματα. Aπό την άλλη πλευρά, πρέπει όλοι να κατανοήσουμε ότι η προστασία της Mεσογείου από τις ανθρωπογενείς δραστηριότητες αποτελεί μονόδρομο, εάν βέβαια θέλουμε να εξακολουθήσουμε να απολαμβάνουμε και μελλοντικά ότι αυτή μπορεί να προσφέρει.
BIBΛIOΓPAΦIA
N. Aδακτύλου: Mεσόγειος - Mια θάλασσα σε κατάσταση πολιορκίας, Περισκόπιο της Eπιστήμης, τεύχος 204, σελ. 26-33, Mάρτιος 1997.
N. Xαραλαμπίδης: Aλιεία, δίχως μέλλον: H κρίση της βιομηχανικής εκμετάλλευσης των θαλασσών, Έκδοση Greenpeace & Nεφέλη, Aθήνα, 1997.
M. Προμπονάς: Oι θάλασσες του πλανήτη αργοπεθαίνουν, Nέα Oικολογία, τεύχος 141-142, σελ. 30-36, Iούλιος-Aύγουστος 1996.
Greenpeace: Mεσόγειος: Mια θάλασσα με προβλήματα, Greenpeace-Eλληνικό Γραφείο, Iούνιος 1996.
Greenpeace: Fishing out the Mediterranean, Greenpeace International, May 1995.
F. Pearce: Dead in the water, New Scientist, 4-02-1995.
A. Platt: Dying Seas, Worldwatch Magazine, January/February 1995.