αστιικό πράσινο, Ιωάννινα
2021-08-10
Προτάσεις δράσεων περιβαλλοντικής αποκατάστασης του ιστορικού κέντρου της πόλης των Ιωαννίνων
Κάθε πόλη όπως και κάθε αστικός χώρος έχει μια ιδιαίτερη ταυτότητα που αντανακλά τις αντιλήψεις και τις ιστορικές καταβολές των κατοίκων του, τον πολιτισμό, την κοινωνική τους οργάνωση και σύνθεση καθώς και πολλά άλλα τα οποία αντανακλώνται χαρακτηριστικά στην χρήση του περιβάλλοντος, του «αστικού πρασίνου» και των ελεύθερων χώρων του. Γκραβούρες, ιστορικές και προφορικές μαρτυρίες αλλά και παλιές φωτογραφίες δίνουν πληροφορίες για το πως λειτουργούσε ο χώρος στο παρελθόν και μας δίνει το νήμα της ιστορικής συνέχειας αλλά και συγκριτικό υλικό για να αποφασίσουμε ποια από αυτά τα χαρακτηριστικά είναι άξια διατήρησης, προστασίας, αποκατάστασης και ανάδειξης.

Εάν το ιστορικό κέντρο των Ιωαννίνων και το Νησάκι έχουν κάποια μοναδικά ιστορικά χαρακτηριστικά στα Βαλκάνια και την νότια Ευρώπη, αυτά συνδέονται κυρίως με την
λιμναία «καστροπολιτεία» αλλά και τις χρήσεις γης γύρω της. Το περιβάλλον αυτό καθορίζεται από τον ρόλο της λίμνης ως πηγή τροφής, αλλά και σύνορο απομόνωσης κάστρου και μοναστηριών, όπως και μέσο μεταφοράς προϊόντων και ανθρώπων. Ο ρόλοι αυτοί της λίμνης έχουν σε μεγάλο βαθμό εκλείψει, κάτι που συνδέεται άμεσα και με την οικολογική της υποβάθμιση. Τίποτε δεν ήταν πιο χαρακτηριστικό από την εικόνα μιας «ζωντανής» λίμνης δίπλα στην αρχαία παρόχθια πόλη των Ιωαννίνων από τις δεκάδες πελαργοφωλιές στην καρδιά του ιστορικού της κέντρου, μια εικόνα που είναι πλέον «στο χείλος της εξαφάνισης». Η καταγραφή των ιστορικών φωλιών και της προφορικής ιστορίας που συνδέεται μαζί τους καθώς και η ανακατασκευή κάποιων μαζί με δράσεις διατήρησης και αποκατάστασης των υγρών λιβαδιών τροφοληψίας των πελαργών στην παρόχθια ζώνη της Παμβώτιδας, είναι νομίζω πρώτης προτεραιότητας για την αποκατάσταση αυτής της εικόνας και σχέσης που αποτελούσε άλλωστε για τους επισκέπτες το «σήμα κατατεθέν» της, λόγω της θέσης μιας από τις τελευταίες φωλιές δίπλα στο παλιό ΚΤΕΛ και το ιστορικό κτήριο της Ζωσιμαίας Σχολής.
Οι τελευταίες φωλιές Πελαργών δίπλα στο παλιό ΚΤΕΛ.
Ένα ακόμη φαινόμενο παγκοσμίου ενδιαφέροντος στο ιστορικό κέντρο της πόλης των Ιωαννίνων, είναι η αναπαραγωγή αλλά κυρίως η συγκέντρωση μεγάλου αριθμού κιρκινεζιών (κιλελαίοι-
Falco naumanii) από όλα τα Βαλκάνια ακόμη και την Ιταλία, όπως έδειξε και πρόσφατη μελέτη του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, για προετοιμασία τους στο μακρύ ταξίδι της μετανάστευσης.
Τα τρία-τέσσερα τελευταία μνημειακά διατηρητέα κτήρια που έχουν ακόμη κατάλληλες κεραμοσκεπές για φώλιασμα όπως το Δημαρχείο και η Καπλάνειος Σχολή, χρειάζεται να προβληθούν, όπως συμβαίνει με επιτυχημένες τέτοιες δράσεις σε κάποια χωριά και πόλεις της Ευρώπης (που όμως δεν φιλοξενούν ταυτόχρονα το εκπληκτικό φαινόμενο της μαζικής προ-μεταναστυτικής συγκέντρωσης), με τοποθέτηση επιπλέον κατάλληλων φωλιών εντός των κεραμοσκεπών τους. Κάτι τέτοιο μπορεί να δώσει μεγάλη αίγλη στον Δήμο και να αναδείξει τα τελευταία ιστορικά και διατηρητέα κτήρια της πόλης και την σημασία τους για την βιοποικιλότητα, αφού τα (απειλούμενα με εξαφάνιση) Κιρκινέζια είναι και ο λόγος που ο ευρύτερος χώρος του λεκανοπεδίου όπου τρέφονται, αποτελεί προστατευόμενη περιοχή του Ευρωπαϊκού Δικτύου Natura 2000.
Κιρκινέζι Falco naumanni (C) M. Mendi
Επιπλέον ένα από τα μοναδικά στοιχεία της πόλης των Ιωαννίνων είναι το μεγάλο ποσοστό από τα
αιωνόβια δέντρα της, τα οποία συχνά συνδέονται αδιάρρηκτα με τα γειτονικά τους μνημεία και λειτουργούν ως «τοπόσημα» μιας και φυτεύτηκαν τις περισσότερες φορές εκεί για κάποιους ιδιαίτερους λόγους. Μια τέτοια τυπική περίπτωση είναι τα πλατάνια της ιστορικής δεντροστοιχίας του κάστρου των Ιωαννίνων που αναμφίβολα αποτελούν πλέον αδιάσπαστο στοιχείο του παλαιότερου γυμνού από δέντρα κάστρου που εδράζονταν απευθείας στην όχθη της λίμνης. Η μετατροπή του σε χώρο υπόσκιου παραλίμνιου περιπάτου και εικαστικής δραστηριότητας τα τελευταία 100 σχεδόν χρόνια χρειάζεται διαφύλαξη από πιθανή δραστική αλλαγή του χαρακτήρα του μετά την προσβολή κάποιων από την θανατηρόφα ασθένεια του μεταχρωματικού έλκους που είναι πιθανό να προσβάλει και τα υπόλοιπα εάν δεν τηρηθούν απαρέγκλιτα τα σχετικά προληπτικά μέτρα. Χρειάζεται όμως ταυτόχρονα από τώρα να ληφθεί μέριμνα για τον τρόπο σταδιακής αποκατάστασης του χώρου σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης της δασοκομίας πόλεων και των προστατευόμενων φυσικών περιοχών με την φύτευση συγκεκριμένων κατάλληλων δέντρων αντικατάστασης. Τέτοια δέντρα, που δεν θα αλλοιώσουν καθόλου τον χαρακτήρα της εμβληματικής αυτής δεντροστοιχίας, τα οποία είναι περιβαλλοντικά και διαχειριστικά τα ανθεκτικότερα για να μακροημερεύσουν στις επόμενες δεκαετίες είναι η ποδισκοφόρος δρυς (
Quercus penduculata), το σφενδάμι «ψευδοπλάτανος» (
Acer pseudoplatanus) και ο νερόφραξος (
Fraxinus angustifolia), που αποτελούν μάλιστα αυτόχθονα είδη της παρόχθιας ζώνης.
Χρειάζεται λοιπόν άμεσα να παρθούν σπόροι ή και πειραματικά ολόκληρα νεαρά άτομα από γειτονικές παρόχθιες εκτάσεις και να δημιουργηθεί γρήγορα φυτευτικό υλικό αντικατάστασης το οποίο να μπορεί να χρησιμοποιηθεί φθηνά, εύκολα και με επιτυχία για τον παραπάνω σκοπό χωρίς να γίνουν αποσπασματικές ενέργειες που συχνά έχουν και μεγάλο κόστος. Αυτό μπορεί να γίνει σε συνεργασία της Υπηρεσίας Πρασίνου του Δήμου με το δημόσιο δασικό φυτώριο Λαψίστας και ίσως στο ξεκίνημα με κάποια ιδιωτικά κεφάλαια. Η δημιουργία ενός ενιαίου παραλίμνιου χώρου ως φυσικού δάσους αναψυχής μπορεί άλλωστε να χρηματοδοτηθεί εύκολα από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας της ΕΕ που είναι σχεδιασμένο ακριβώς για τέτοιες δραστηριότητες, ιδιαίτερα αφού το δάσος αυτό συμβάλει στην μείωση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής, την προστασία της βιοποικιλότητας, την ενδυνάμωση της κοινωνικής συνοχής κ.α.
Ψευδοπλάτανος (Acer pseudoplatanus)
Νερόφραξος (Fraxinus angustifolia)
Ποδισκοφόρος δρυς (Quercus penduculata)
Στο ίδιο πλαίσιο είναι αναγκαίο να καταγραφούν, να διατηρηθούν και να προστατευθούν θεσμικά όλα τα αιωνόβια δέντρα των μνημείων της πόλης με την βοήθεια του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων που έχει μάλιστα εφαρμόσει ήδη ένα σχετικό αποθετήριο και υλοποιεί σχετική έρευνα, ώστε να συνεχίσουν να τα συνδέουν με την ιστορία της (π.χ. κυπαρίσσια στις μονές και το κάστρο) καθώς και να ενδυναμωθούν οι θεματικές ενότητες των χαρακτηριστικών της δεντροστοιχιών (π.χ. οι φλαμουριές της οδού Δωδώνης και οι κουτσουπιές στην Δόμπολη) καθώς και να εντοπιστούν οι φυσικοί χώροι με ενδημική βιοποικιλότητα (π.χ. με σπάνια είδη φυτών της χλωρίδας της χώρας σύμφωνα με άλλη σχετική έρευνα του Πανεπιστημίου). Τέλος κοιτάζοντας την μεγάλη εικόνα χρειάζεται να δοθεί ιδιαίτερη βαρύτητα στην ενοποίηση των αστικών πάρκων (Προστατευόμενο «Αισθητικό Δάσος Φρότζου», «Άλσος», «Λιθαρίτσια» ως και του «Άλσους Πυρσινέλλα» και μικρότερα) ώστε να αποτελέσουν μια ενιαία πράσινη υποδομή του ιστορικού κέντρου της πόλης. Έτσι μπορεί να προωθηθεί ευκολότερα η «πράσινη» και «βιώσιμη» αστική κινητικότητα κυρίως με ήπια μέσα και χωρίς αυτοκίνητα, όπως ήδη γίνεται σε πολλές ιστορικές πόλεις του Ευρώπης, στα πλαίσιο της παγκόσμιας προσπάθειας μετατροπής των πόλεων σε μηδενικών εκπομπών άνθρακα αλλά και βελτίωσης της ποιότητας ζωής στην πόλη, προσπάθειες που αποτελούν άλλωστε προτεραιότητα για χρηματοδότηση την επόμενη δεκαετία στην ΕΕ.
Τέλος χρειάζεται να δοθεί ιδιαίτερη μέριμνα για κάποια «εισβολικά» είδη που δημιουργούν και θα δημιουργήσουν στο άμεσο μέλλον ιδιαίτερα προβλήματα, όπως ο αϊλανθος- (βρωμοκαρυδιά-Ailanthus altissima) που εξαπλώνεται επικίνδυνα και ραγδαία τόσο στο Νησάκι των Ιωαννίνων καταλαμβάνοντας μεγάλες εκτάσεις δίπλα στις μονές, όσο και στα βράχια του Κάστρου καθώς και στο Αισθητικό Δάσος του Φρότζου. Ο περιορισμός της εξάπλωσης και η καταπολέμησή του άμεσα είναι υψίστης σημασίας, διότι είναι είδος πολύ ανθεκτικό και καταλαμβάνει ραγδαία άγονες εκτάσεις, βράχια, χαλικώνες, πέτρινα μνημεία κ.α. καταστρέφοντας υποδομές, εάν δεν ληφθούν γρήγορα τα κατάλληλα μέτρα, ενώ είναι ταυτόχρονα και αλλεργιογόνο για κάποιες ομάδες πληθυσμού.